- ολιγόλεπτος
- και λιγόλεπτος, -η, -οαυτός που διαρκεί λίγα λεπτά τής ώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + λεπτό. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… … Dictionary of Greek
λιγόλεπτος — η, ο βλ. ολιγόλεπτος … Dictionary of Greek